κατάφυση

κατάφυση
η (Α κατάφυσις) [καταφύομαι]
ανατ. η πρόσφυση τού άκρου ενός μυός στο κινούμενο από αυτόν μέρος τού σώματος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”